αὐτοθέλητος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοθέλητος: -ον, ἐξ ἰδίας θελήσεως, αὐτόματος, αὐτὸς ἀφ’ ἑαυτοῦ, Ἰω. Γεωμ. Ὕμν. 3. 54. Ἐπίρρ. -τως, Ἐπιγρ.
Spanish (DGE)
-ον
que sigue su propia voluntad, supremo de Dios, Agathan.V.Gr.Ill.94.2.