αὐτόκακος
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόκᾰκος: -ον, «αὐτόκακον ἔοικε τῷδε: ἄκρως καὶ καθ’ ὑπερβολὴν ἔοικε τῷδε, ὡς εἰ λέγοι τις αὐτῷ ἄκρως ἔοικε· τὸ δὲ κακὸν πρόκειται δηλοῦν τὴν ὑπερβολὴν τῆς ὁμοιότητος. Ὅμηρος· αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν (Ἰλ. Γ. 158), τὸ γὰρ αἰνῶς καὶ δεινῶς τῷ κακῶς ταὐτὸ σημαίνει» Α. Β. 8. 27. 2) ὁ εἰς ἑαυτὸν κακός, ὁ ἑαυτὸν κολάζων, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Θησεῖ» 4· ὁ πλήρης κακίας, ὁ ἐν ἑαυτῷ ἔχων πᾶσαν κακίαν, ὁ ἀποτελῶν αὐτὴν τὴν κακίαν, «μνησικακίας αὐτοὺς γράφοντες οἱ αὐτόκακοι (μοναχοί)» Εὐστ. Πονημάτ. 262, 20.
Spanish (DGE)
(αὐτόκᾰκος) -ον
1 que se atormenta a sí mismo, que es malo para sí subst. ὁ αὐ. atormentador de sí mismo Theopomp.Com.20.
2 malo en sí subst. τὸ αὐ. el mal en sí, el mal absoluto Plot.1.8.8, Herm.in Phdr.156.