βαγόνι
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
το
1. σιδηροδρομικό ή τροχιοδρομικό όχημα
2. συνεκδ. το φορτίο που μπορεί να χωρέσει σε σιδηροδρομικό όχημα («δυο βαγόνια κάρβουνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vagone < (αγγλ.) wagon].