βαθουλώνω

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

βαθουλός
1. (μτβ.) κάνω κάτι βαθουλό, βαθαίνω
2. γίνομαι βαθουλός, κοίλος.