βαθουλώνω

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Greek Monolingual

βαθουλός
1. (μτβ.) κάνω κάτι βαθουλό, βαθαίνω
2. γίνομαι βαθουλός, κοίλος.