βαθουλώνω

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91

Greek Monolingual

βαθουλός
1. (μτβ.) κάνω κάτι βαθουλό, βαθαίνω
2. γίνομαι βαθουλός, κοίλος.