βαρέλι

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

το
1. ξύλινο ή μεταλλικό δοχείο, κυλινδρικό, εξογκωμένο στο κέντρο, με δύο επίπεδους παράλληλους πυθμένες, για την αποθήκευση κρασιού, λαδιού και άλλων υγρών ή στερεών προϊόντων
2. μέτρο χωρητικότητας
3. μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barella].