βαρήκοος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α βαρυήκοος, -ον)
εκείνος που βαριακούει, που δεν ακούει καλά
αρχ.
παθ. όποιος εξασθενίζει, μειώνει την ακοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + ακούω, με έκταση του -α- σε -η- κατά τη σύνθεση (πρβλ. ανήκοος, ευήκοος, οξυήκοος, συνήκοος κ.ά.)].