βαφείο

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source

Greek Monolingual

το (AM βαφεῖον) βαφεύς
το εργαστήριο του βαφιά
αρχ.
το σπίτι του βαφιά.