βιβλιέμπορος

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

ο, η
εκείνος που έχει ως επάγγελμα τη βιβλιεμπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο].