βιβλιέμπορος

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

ο, η
εκείνος που έχει ως επάγγελμα τη βιβλιεμπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο].