βιβλιοφύλακας
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
ο (Μ βιβλιοφύλαξ)
αυτός που φυλάει τα βιβλία σε βιβλιοθήκη
νεοελλ.
βαθμός υπαλλήλου δημόσιας βιβλιοθήκης.