βιβλιοφύλακας

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

ο (Μ βιβλιοφύλαξ)
αυτός που φυλάει τα βιβλία σε βιβλιοθήκη
νεοελλ.
βαθμός υπαλλήλου δημόσιας βιβλιοθήκης.