βιδωτός

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που έχει ή μπορεί να βιδωθεί κάπου.