βιολιστής

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

και βιολιτζής, ο (θηλ. βιολίστρια)
1. μουσικός που παίζει βιολί
2. πληθ. οι βιολιτζήδες
οργανοπαίκτες.