βιολί

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

το
1. τετράχορδο μουσικό όργανο που κουρδίζεται σε διαστήματα πέμπτης
2. τα βιολιά μικρή ορχήστρα από διάφορα μουσικά όργανα
3. φρ. «εσύ το βιολί σου» ή «άρχισες...» ή «συνεχίζεις το ίδιο βιολί» — για μονότονη ενοχλητική συνήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) violin ή υποκορ. του βιόλα (II)].