βλαισότητα

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source

Greek Monolingual

η (Α βλαισότης) βλαισός
η ιδιότητα του βλαισού
αρχ.
(για τα μαλλιά) το να είναι σγουρά.