βογγητό

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

και βογγητιό, το
1. άναρθρη φωνή που προέρχεται από σωματικό ή ψυχικό πόνο, βαριαναστέναγμα, μούγγρισμα
2. υπόκωφη βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βογγητό < (ρ.) βογγώ ή < γογγητό, ουδ. του επιθ. γογγητός < γογγώ < γογγύζω, ο δε τ. βογγητιό < ουσ. βογγητό].