βορίζω

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211

Spanish (DGE)

dar de comer Hsch.s.u. ἐβόρισεν.

Greek Monolingual

βοριάς
1. φρ. «ο καιρός βορίζει» — αλλάζει και αρχίζει να φυσάει βόρειος άνεμος
2. απρόσ. φυσάει βοριάς και πέφτει χιονόνερο.