βουκτασία

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek (Liddell-Scott)

βουκτᾰσία: ἡ, = βοοκτασία, Γρ. Ναζ. Ἐπιγρ. 217.

Greek Monolingual

βουκτασία, η (Α)
βλ. βοοκτασία.