Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βουρλαίνω

From LSJ

Greek Monolingual

1. τρελαίνω
2. καταπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < βουρλίζω, κατά τα συνώνυμα μουρλαίνω, τρελαίνω].