Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βουρλίζω

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

και βρουλίζω
Ι. 1. περνώ στο βούρλο, αρμαθιάζω
2. κάνω κάποιον να τρέμει σαν βούρλο, ερεθίζω, τρελαίνω
II. βουρλίζομαι
1. τρελαίνομαι ή συμπεριφέρομαι σαν τρελός
2. εξαγριώνομαι
3. κυριεύομαι από κάποιον ακράτητη επιθυμία
III. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βουρλισμένος, -η, -ο- τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν προήλθε από βούρλο, τότε η αρχική κυριολεκτική σημασία του βουρλίζω θα ήταν «τρέμω σαν το βούρλο». Αργότερα πλάστηκε και μέσο βουρλίζομαι ως δηλωτικό πάθους (απ' όπου «τρελαίνομαι, εξαγριώνομαι»), ενώ το ενεργητικό βουρλίζω απέκτησε και μεταβατική σημασία «κάνω κάποιον να τρέμει σαν βούρλο», άρα «τρελαίνω, ερεθίζω κάποιον». Κατ' άλλη άποψη, βουρλίζω < ιταλ. burlare «πειράζω, κάνω αστεία»].