Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουρλαίνω

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

μούρλος
1. κάνω κάποιον μουρλό, τρελαίνω, ζουρλαίνω
2. μτφ. α) εκνευρίζω, παροξύνω («μέ μούρλανες με τις φωνές του»)
β) ερεθίζω, ζαλίζω («τον μούρλανε με τα χάδια της»)
3. παθ. μουρλαίνομαι
κάνω σαν τρελός, εξίσταμαι («μουρλάθηκε από τη χαρά του μόλις το άκουσε»).