μουρλαίνω
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
μούρλος
1. κάνω κάποιον μουρλό, τρελαίνω, ζουρλαίνω
2. μτφ. α) εκνευρίζω, παροξύνω («μέ μούρλανες με τις φωνές του»)
β) ερεθίζω, ζαλίζω («τον μούρλανε με τα χάδια της»)
3. παθ. μουρλαίνομαι
κάνω σαν τρελός, εξίσταμαι («μουρλάθηκε από τη χαρά του μόλις το άκουσε»).