βουσέλινον
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
English (LSJ)
τό, = σμύρνιον, Plin.HN20.118, Archig. ap. Gal.12.406.
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot. n. del esmirnio perfoliado, Smyrnium perfoliatum L., Plin.HN 20.118, Archig. en Gal.12.406.
Greek (Liddell-Scott)
βουσέλινον: τό, Πλίν. 20, 188. Πρβλ. ἱπποσέλινον.