βούρος
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Greek Monolingual
ο
ονομασία του ψαριού οξύρρυγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βωρεύς «το ψάρι βούρος»].
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
ο
ονομασία του ψαριού οξύρρυγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βωρεύς «το ψάρι βούρος»].