βραχυντικός

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

German (Pape)

[Seite 462] abkürzend.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχυντικός: -όν, ὁ δυνάμενος βραχύνειν τι, μτγ.