βρεγματικός

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βρέγμα
2. «βρεγματικά οστά» — τα οστά του κρανίου που σχηματίζουν ένα μέρος του πλάγιου και του επάνω σκελετού της κεφαλής από κάθε πλευρά.