βρισιά
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
και βριξιά, η
υβριστικός λόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βρισιά < μσν. υβρισία < ύβρισα, αόρ. του υβρίζω
βριξιά < έβριξα, διαλεκτικός τύπος αορίστου του βρίζω.