βροντόφωνος

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

German (Pape)

[Seite 465] mit Donnerstimme, Sp.

Spanish (DGE)

-ον de voz atronadora Chry.Hie.Enc.Io.B.3(p.33.14).

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ βροντόφωνος, -φωνή, -φωνον)
αυτός που έχει βροντερή φωνή.