βόλεϋ

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

το
άθλημα που παίζεται σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο με δύο ομάδες των οποίων οι παίχτες στέλνουν την μπάλα στον αντίπαλο χώρο χτυπώντας την με τα χέρια πάνω από υπερυψωμένο δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < (αγγλ.) volley].