βόλεϋ

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

το
άθλημα που παίζεται σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο με δύο ομάδες των οποίων οι παίχτες στέλνουν την μπάλα στον αντίπαλο χώρο χτυπώντας την με τα χέρια πάνω από υπερυψωμένο δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < (αγγλ.) volley].