άθλημα

From LSJ

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source

Greek Monolingual

το (Α ἄθλημα) ἀθλῶ
αγώνισμα
αρχ.
1. αγώνας, άμιλλα, μάχη
2. στον πληθ. τὰ ἀθλήματα, οι ασκήσεις τών αθλητών
3. εργαλείο με τη βοήθεια του οποίου ασκείται μια τέχνη·