μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
το (Α ἄθλημα) ἀθλῶαγώνισμααρχ.1. αγώνας, άμιλλα, μάχη2. στον πληθ. τὰ ἀθλήματα, οι ασκήσεις τών αθλητών3. εργαλείο με τη βοήθεια του οποίου ασκείται μια τέχνη·