γαλιάντρα

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

η
1. το πτηνό Κορυδαλλός ο κάλανδρος, η καλάνδρα
2. (για αοιδό) καλλίφωνος
3. ειρων. φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κάλανδρος «είδος κορυδαλλού» ή < ιταλ. calandra < αρχ. κάλανδρος].