γαλουχώ

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

(-έω) (AM γαλουχῶ)
τρέφω το βρέφος με το γάλα μου, θηλάζω
μσν.- νεοελλ.
παρέχω πνευματική τροφή, μορφώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + -ουχώ < -ουχος < έχω].