γαλουχώ

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

(-έω) (AM γαλουχῶ)
τρέφω το βρέφος με το γάλα μου, θηλάζω
μσν.- νεοελλ.
παρέχω πνευματική τροφή, μορφώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + -ουχώ < -ουχος < έχω].