γαλουχώ

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Greek Monolingual

(-έω) (AM γαλουχῶ)
τρέφω το βρέφος με το γάλα μου, θηλάζω
μσν.- νεοελλ.
παρέχω πνευματική τροφή, μορφώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + -ουχώ < -ουχος < έχω].