γαϊδουροκέφαλος

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

-η, -ο 1. ο χοντροκέφαλος, αυτός που δυσκολεύεται να κατανοήσει ακόμη και απλά πράγματα
2. ο πεισματάρης.