γαϊδουροκαθίζω

From LSJ

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil

Source

Greek Monolingual

1. γαϊδουρογυρίζω
2. (μτχ. παθ. παρκμ.) γαϊδουρογυρισμένη, η
αυτή που έχει διαπομπευθεί.