γαϊδουρογυρίζω
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Greek Monolingual
1. διαπομπεύω κάποιον, συνήθως ένοχο μοιχείας, δεμένο απάνω σε γάιδαρο
2. βρίζω, εξευτελίζω.
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
1. διαπομπεύω κάποιον, συνήθως ένοχο μοιχείας, δεμένο απάνω σε γάιδαρο
2. βρίζω, εξευτελίζω.