γαϊδουρογυρίζω
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
Greek Monolingual
1. διαπομπεύω κάποιον, συνήθως ένοχο μοιχείας, δεμένο απάνω σε γάιδαρο
2. βρίζω, εξευτελίζω.
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
1. διαπομπεύω κάποιον, συνήθως ένοχο μοιχείας, δεμένο απάνω σε γάιδαρο
2. βρίζω, εξευτελίζω.