γεμιστής

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source

Greek Monolingual

ο γεμίζω
1. αυτός που γεμίζει κάτι
2. ο γεμιστήρας
3. στρατ. στρατιώτης που γεμίζει τα μη φορητά πυροβόλα όπλα.