γενίτσαρος

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

και γιανίτσαρος και γιανίτσαρης και γενίτσαρης και γενίτσερος, ο (Μ γιανίτσαρος)
στρατιώτης του ειδικού εκείνου σώματος τουρκικού πεζικού το οποίο αποτελούσαν εξισλαμισμένα παιδιά χριστιανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yeni-ceri «νέος στρατός»].