γεροντοπαλήκαρο

From LSJ

διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak

Source

Greek Monolingual

το 1. άντρας προχωρημένης ηλικίας που έμεινε άγαμος (πρβλ. γεροντοκόρη)
2. ακμαίος, άγαμος άντρας προχωρημένης ηλικίας.