γευματίζω

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source

Greek Monolingual

και γιοματίζω (Μ γευματίζω) γεύμα
1. τρώγω, παίρνω (κυρίως το μεσημεριανό) γεύμα
2. δοκιμάζω, γνωρίζω.