γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
και γιοματίζω (Μ γευματίζω) γεύμα1. τρώγω, παίρνω (κυρίως το μεσημεριανό) γεύμα2. δοκιμάζω, γνωρίζω.