γεωμετρητός

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Spanish (DGE)

-óν
geométrico λόγοι Procl.in Euc.201.3
subst. τὰ γεωμετρητά principios geométricos Procl.in Euc.185.26.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που μπορεί να γεωμετρηθεί.