γλιστρίδα

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

και γλιστερίδα, η και γλιστρίδι, το (Μ γλιστρία, η) γλιστρώ
1. το φυτό ανδράχνη η λαχανηρά, αντράκλα
2. φρ. «έχει φάει γλιστρίδα» — φλυαρεί ακατάσχετα.