γλυκοκοιμούμαι

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source

Greek Monolingual

και γλυκοκοιμάμαι
1. κοιμάμαι ήρεμα, πέφτω σε γλυκό ύπνο
2. (για τους ανέμους) ησυχάζω.