γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
-η, -οαυτός που παράγει ευχάριστο ήχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκός + ήχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].