γλυκόλογος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

και -λόγος, -η, -ο (Μ γλυκύλογος, -ον)
αυτός που μιλάει ευχάριστα, ο ευπροσήγορος.