γοργιάζω
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
expresarse imitando a Gorgias Philostr.VS 493, Ep.73.
γοργιάζω (Α) Γοργίας
μιμούμαι το ύφος του Γοργία.