γοργύρα

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

η γόργυρα
σιδηροπαγές οχυρό με πυροβόλα, σε υπόγεια κατασκευή, βοηθητικό τών γειτονικών μεγαλύτερων οχυρών.