γρανάζι

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source

Greek Monolingual

και γρενάζι και γκρανάζι, το
1. οδοντωτός τροχός
2. προεξοχές και εγκοπές οδοντωτού τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < γαλλ. engrenage].