evidence
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English > Greek (Woodhouse)
substantive
testimony: Ar. and P. μαρτυρία, ἡ, V. μαρτύρια, τά, μαρτύρημα, τό.
give evidence, v.: P. and V. μαρτυρεῖν, ἐκμαρτυρεῖν.
proof subs.: P. and V. σημεῖον, τό, τεκμήριον, τό, δεῖγμα, τό, V. τέκμαρ, τό, P. μαρτύριον, τό, ἔνδειγμα, τό.
give evidence of v.: P. δεῖγμα ἐκφέρω, δεῖγμα ἐκφέρειν (gen.) (Dem. 679), P. and V. ἐνδείκνυσθαι (acc.), Ar. and P. ἐπιδείκνυσθαι (acc.), see show.
be in evidence: P. ἐπιπολάζειν (Dem. 117).