γυψόκολλα

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source

Greek Monolingual

η
μάζα από γύψο και κολλητική ύλη για την συγκόλληση γυαλιού και μετάλλων.